μεσοσχιδης

μεσοσχιδης
    μεσοσχιδής
    μεσο-σχῐδής
    2
    расщепленный посредине
    

(κάλαμοι Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μεσοσχιδης" в других словарях:

  • μεσοσχιδής — μεσοσχιδής, ές (Α) αυτός που είναι σχισμένος στη μέση, στα δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + σχιδής (< θ. σχιδ τού σχίζω), πρβλ. ακρο σχιδής, πολυ σχιδής] …   Dictionary of Greek

  • μεσοσχιδῆ — μεσοσχιδής divided in the middle neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μεσοσχιδής divided in the middle masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μεσοσχιδής divided in the middle masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοσχιδέων — μεσοσχιδής divided in the middle masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»